Τη της τροφης μεταληψει

Η μεταληψη της τροφης ειναι οντως μια σφραγιδα της ετεροτητας και της μοναδικοτητος που σχετιζεται με τον βαθυ πυρηνα του ανθρωπινου προσωπου.Αν μπορεσουμε να δουμε πισω απο την αναγκαιοτητα θα εκπλαγουμε απο την προσωπικη σφραγιδα που φανερωνει η μετοχη στην βρωση και την ποση. Μια αδιαμεσολαβητη πραξη ζωης που πολλες φορες ενεργειται υπο της χάριτος . Ετσι η αποχη απο διαφορες τροφες εγγυαται ολοκληρα συστηματα πιστεως ακομα και οταν διπλα σου καταργουνται ή ακυρωνονται εστω και παροδικα αντικειμενικες θεσμισεις της πιστεως . Απεχω απο την βρωση ειναι μια επιλογη μου, που με καθοριζει χωρις να πρεπει να υποστω την εγκριση απο γραφειοκρατικους μηχανισμους πιστοποιησης φρονηματων . Κανεις δεν μπορει να σε ταΐζει με το ζόρι χωρις να σου ακυρωνει τον ζωτικο σου χωρο. Η νηστεια πχ ειναι ιδρυτικη πραξη σχεσης με την εκκλησιαστικη κοινοτητα  ακομα και  σε μια ξενη χωρα οπου κανενα χριστιανικο εθιμο δεν υφισταται. Η τροφη λοιπον συνδεεται με τον εσωτερικο  νομο του καθε ανθρωπου. Κάπως ετσι κ η απολυτη  αποχη απο την τροφη περα απο πιθανες ψυχολογικες κακωσεις, αποτελει την αρνηση του υποκειμενου να συνεχισει την σχεση του με τον κοσμο των φαινομενων.  Απο την  νηστεια και απο την αποχη  το σιγουρο ειναι οτι η αρνηση και στις δυο περιπτώσεις (μερικη ή ολικη) αναδύεται μια ισχυροτατη  επιθυμια του προσωπου για αυτοδιαθεση και αυτοπροσδιορισμο του βιου του.

Εως πότε Κύριε..

Εως πότε, Κύριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος; ἕως πότε ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;
2 Εως πότε, Κυριε, θα με λησμονής εντελώς; Εως πότε θα αποστρέφης, σα να αδιαφορής δια την θλίψιν μου, το πρόσωπόν σου από εμέ;
2 Ως πότε, Κύριε, θα μ’ έχεις αποξεχασμένον; ως πότε θα ‘σαι αδιάφορος για μένα;
3 ἕως τίνος θήσομαι βουλὰς ἐν ψυχῇ μου, ὀδύνας ἐν καρδίᾳ μου ἡμέρας καὶ νυκτός; ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ;
3 Εως πότε, Κυριε, θα καταρτίζω μέσα μου σχέδια λυτρώσεώς μου από τους εχθρούς μου, και όμως θα δοκιμάζη ημέραν και νύκτα η καρδία μου οδύνας, διότι θα βλέπη αυτά να ναυαγούν, ώστε να μένω έτσι εκτεθειμένος εις κινδύνους; Εως πότε θα υψώνεται απειλητικός και θα θριαμβεύη εναντίον μου ο εχθρός;
3 Ως πότε θα ‘χω έγνοιες στην ψυχή μου, θλίψεις μες στην καρδιά μου καθημερνά; ως πότε θα θριαμβεύει ο εχθρός μου εναντίον μου;
4 ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον,
4 Ρίψε ένα βλέμμα συμπαθείας προς εμέ, και άκουσε την προσευχήν μου Κυριε, ο Θεός μου. Αναζωογόνησε το φως των οφθαλμών μου, το οποίον από το βάρος των μεγάλων και πολυαρίθμων θλίψεων πρόκειται να σβήση. Μη επιτρέψης να κλείσουν οριστικώς τα μάτια μου και κοιμηθώ τον ύπνον του θανάτου·
4 Ρίξε το βλέμμα σου σ’ εμένα κι αποκρίσου μου, Κύριε και Θεέ μου, κραταίωσέ με για να μην αποκοιμηθώ τον ύπνο του θανάτου,
5 μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· ἴσχυσα πρὸς αὐτόν· οἱ θλίβοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐὰν σαλευθῶ.
5 δια να μη είπη με πολλήν χαιρεκακίαν ο εχθρός μου· “υπερίσχυσα εναντίον του και τον ενίκησα”. Οι εχθροί μου, που με θλίβουν, θα χαρούν πάρα πολύ, εάν κλονισθώ και πέσω.
5 για να μην πουν οι εχθροί μου, «τον νικήσαμε», κι οι αντίπαλοί μου χαρούνε που κλονίστηκα.
6 ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ ἐλέει σου ἤλπισα, ἀγαλλιάσεται ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου· ᾄσω τῷ Κυρίῳ τῷ εὐεργετήσαντί με καὶ ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.
6 Εγώ όμως έχω στηρίξει την ελπίδα μου εις σέ. Η καρδία μου θα αισθανθή απερίγραπτον χαράν, όταν συ ευδοκήσης και μου στείλης την ποθητήν σωτηρίαν. Τοτε εγώ θα τραγουδώ ύμνους ευχαριστίας προς σε τον ευεργέτην και Κυριον μου, και θα συνθέσω ύμνους δοξολογίας εις δόξαν του ονόματος Κυρίου του Υψίστου.
6 Αλλά εγώ στην ευσπλαχνία σου εμπιστεύομαι· για τη βοήθειά σου θ’ αγάλλεται η καρδιά μου· θα υμνολογώ τον Κύριο για όσα μου ‘χει κάνει.

Ακουσε που φυσα, την ακαταπαυστη ειδηση, που γινεται απο Σιωπη

Αν μια φορα μονο βασιλευε απολυτη ησυχια, αν το τυχαιο και το συμπτωματικο βουβαινοταν και το γειτονικο το γελιο, κ αν δεν μ εμποδιζε τοσο πολυ ο θορυβος, με μια μυριομορφη  τοτε ιδεα θα μπορεγα ως τα περατα Σου να σε σκεφθω και οσο βασταει ενα χαμογελο να σε βαστάξω…
ΡΙΛΚΕ
..

Μεταφραση: Νικολαος Λούβαρις

ΑΓΑΘΟΝ ΤΟ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΑΙ ΤΩ ΚΥΡΙΩ..

Ψαλμὸς ᾠδῆς, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ σαββάτου.

 2 ΑΓΑΘΟΝ τὸ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ καὶ ψάλλειν τῷ ὀνόματί σου, ῞Υψιστε, 3 τοῦ ἀναγγέλλειν τῷ πρωΐ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου κατὰ νύκτα 4 ἐν δεκαχόρδῳ ψαλτηρίῳ μετ᾿ ᾠδῆς ἐν κιθάρᾳ. 5 ὅτι εὔφρανάς με, Κύριε, ἐν τοῖς ποιήμασί σου, καὶ ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν σου ἀγαλλιάσομαι. 6 ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε· σφόδρα ἐβαθύνθησαν οἱ διαλογισμοί σου. 7 ἀνὴρ ἄφρων οὐ γνώσεται, καὶ ἀσύνετος οὐ συνήσει ταῦτα. 8 ἐν τῷ ἀνατεῖλαι ἁμαρτωλοὺς ὡσεὶ χόρτον καὶ διέκυψαν πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ὅπως ἂν ἐξολοθρευθῶσιν εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. 9 σὺ δὲ ῞Υψιστος εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε· 10 ὅτι ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου, Κύριε, ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου ἀπολοῦνται, καὶ διασκορπισθήσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, 11 καὶ ὑψωθήσεται ὡς μονοκέρωτος τὸ κέρας μου καὶ τὸ γῆράς μου ἐν ἐλαίῳ πίονι· 12 καὶ ἐπεῖδεν ὁ ὀφθαλμός μου ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου, καὶ ἐν τοῖς ἐπανισταμένοις ἐπ᾿ ἐμὲ πονηρευομένοις ἀκούσατε τὸ οὖς μου. 13 δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει, ὡσεὶ ἡ κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται. 14 πεφυτευμένοι ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν· 15 ἔτι πληθυνθήσονται ἐν γήρει πίονι καὶ εὐπαθοῦντες ἔσονται τοῦ ἀναγγεῖλαι 16 ὅτι εὐθὴς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ.


Εις τα όρη ψυχή αρθώμεν..

Ο πόθος της λυτρώσεως παρουσιάζεται υπο μορφήν ροπής εις την μόνωσιν, χωρίς πολλάκις εξήγησιν και απολογίαν, αλλ ώς ακατανίκητος έφεσις ωθεί την ψυχήν εις μίαν μακρινήν ακτήν, εις τας αμολύντους κορυφάς των ορέων, εις αγνώστου.
Είναι ακριβώς το ίδιον συναίσθημα, το οποίον μας έλκει να στραφώμεν εις  τον εσώτερον κοσμον μας, να συνομιλησουμεν με αυτόν, να προσευχηθούμε προς τον Θεόν, ν ακούσωμεν εντός μας την άλαλον αρμονίαν του σύμπαντος, να λυτρωθώμεν εκ των γηΐνων, να εισπεύσωμεν κάτι απο την αιωνιότητα..

+Θεόκλητος Διονυσιάτης

Τόξον δυνατών ησθένησεν..

. Ασφάλισε την καρδιά μου ο Θεός· με δόξασε· μου “άνοιξε” το στόμα μου ενάντια σ᾿ αυτούς που με μισούν· με γέμισε ευτυχία.

2. Δεν υπάρχει άγιος άλλος όσο ο Θεός, ούτε δίκαιος μεγαλύτερος από Εσένα, ούτε κανένας άλλος άγιος όσο εσύ Κύριε.

3. Μη καυχάσθε, μη υψηλοφρονείτε, μη λέτε λόγια υπερήφανα. Μόνο ο Θεός είναι Παντογνώστης και Αυτός μονάχα μπορεί και τελειώνει σίγουρα τα έργα Του.

4. Η δύναμη των ισχυρών, ασθένησε και οι αδύναμοι περιβληθήκανε μεγάλη ισχύ.

5. Πλούσιοι ξέπεσαν και πεινασμένοι έκαναν περιουσία. Μια στείρα απόχτησε εφτά παιδιά και μια πολύτεκνη έμεινε μόνη.

6. Ο Θεός “θανατώνει” και ο Θεός ζωογονεί. Φέρνει τον άνθρωπο έως τον θάνατο, και Αυτός είναι που μας ανεβάζει από τον “Άδη”.

7. Ο Θεός επιτρέπει, ο ένας να πλουτεί, και ο άλλος να φτωχαίνει. Αυτός τον έναν υψοί και τον άλλο ταπεινώνει.

8. Ο Θεός αναδεικνύει τον φτωχό, και αυτόν που γυμνός σέρνεται σαν τον Ιώβ στην κοπριά, τον ανυψώνει, και με τους κυβερνήτες τον καθίζει διάδοχο ένδοξων θρόνων.

9. Ο Θεός εκπληρώνει τις προσευχές, και Αυτός είναι που ευλογεί τα “χρόνια” του δικαίου ανθρώπου!

10. Ο Κύριος “αδυνατίζει” τον αντίδικό Του, είναι ο μόνος άγιος. Ας μη χαίρεται υπερήφανα ο σοφός για το δικό του το μυαλό, ούτε ο ισχυρός για την μεγάλη του ισχύ, ούτε και ο πλούσιος για τα πολλά του τα λεφτά· αλλά αν κάποιος θέλει να καυχιέται ας χαίρεται, γιατί γνωρίζει τον Θεό και αγωνίζεται το θέλημά Του να τηρήσει, σε τούτη την ζωή. Ο Κύριος είναι Δεσπότης του παντός, τα σύμπαντα κατ᾿ εντολήν Του λειτουργούνε· Αυτός είναι ο “δικαστής” όλης της γης, και απ᾿ Αυτόν πρέπει να παίρνουν ισχύ οι διοικούντες. Αυτός είναι που τελικά θα επιβάλλει τον ιδεώδη Βασιλιά, τον Μεσσία, τον Χριστόν Κυρίου!

Βασιλειών Α κεφ 2 (1,10)